- φλιδάνω
- Α(κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνειδιαπίπτει, διαρρεῖ».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ-(β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε -άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδενδιέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω: κατέδαρθον)].
Dictionary of Greek. 2013.